κλουτσάρης

κλουτσάρης
κλουτσάρης και κλοτσάρης (Μ)
(στις παραδουνάβιες ηγεμονίες) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος είχε τη φροντίδα ανεφοδιασμού τής Αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. clucer < σλαβ. kliučarĭ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”